- λόξυγκας
- [локсигас] ουσ. а. икота
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
σκωληκοειδίτιδα — (Ιατρ.). Η προσβολή της σκωληκοειδούς από φλεγμονώδη διεργασία. Πρόκειται για πάθηση εξαιρετικά διαδομένη, ιδιαίτερα στους πιο εξελιγμένους λαούς· φαίνεται ότι αυτό οφείλεται στις συνθήκες διαβίωσης και διατροφής, γι αυτό π.χ. στους Κινέζους… … Dictionary of Greek